α πρίμα βίστα

α πρίμα βίστα
μουσ. εκτέλεση μουσικού κομματιού από πρώτη ανάγνωση, χωρίς προηγούμενη μελέτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρίμα βίστα — η, Ν άκλ. 1. η εκ πρώτης όψεως εκτέλεση μουσικού κομματιού ανάγνωση και εκτέλεση ενός μουσικού κειμένου 2. (γενικά) η πρώτη φορά που βλέπει κανείς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. prima vista (< prima «πρώτη» + vista «όραση, ματιά»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”